Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σύεια — σύειος of swine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύειος — εία, ον Α [σῡς] χοιρινός, γουρουνήσιος (α. «χρῑμα... σύειον», Ξεν. β. «σύεια δίκτυα» δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.) … Dictionary of Greek